- υψιφρων
- ὑψίφρων2, gen. ονος Pind. = ὑψηλόφρων См. υψηλοφρων 1
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὑψίφρων — haughty masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υψίφρων — και ὑψόφρων, ονος, ὁ, ἡ, Α υψηλόφρων. επίρρ... ὑψιφρόνως Μ υπερήφανα, αγέρωχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» / ὕψος + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. εὔ φρων] … Dictionary of Greek
ὑψιφρόνων — ὑψίφρων haughty masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψίφρονα — ὑψίφρων haughty masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψίφρονες — ὑψίφρων haughty masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υψιφρόνως — Μ βλ. ὑψίφρων … Dictionary of Greek
υψόφρων — ονος, ὁ, ἡ, Α βλ. ὑψίφρων … Dictionary of Greek
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek
ύψι — Α επίρρ. (επικ. τ.) σε ύψος, ψηλά («Ζεὺς ἥμενος ὕψι κέλευεν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ὕψι ανάγεται στο θ. ὑπ (IE *up) τών ὑπό*, ὑπέρ, ὕπ ατος*, και εμφανίζει δυσερμήνευτο συριστικό s (πρβλ. ἀπό: ἄψ, ὀψέ και τα λατ. sub: sustines) και επίθημα … Dictionary of Greek